- ὑπωμία
- ὑπωμ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ, ([etym.] ὦμος)A the part under the shoulders, Hp. ap.Gal.19.150.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπωμία — και ιων. τ. ὑπωμίη, ἡ, Α το μέρος τού σώματος που βρίσκεται κάτω από τον ώμο ή από την επωμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὦμος + κατάλ. ια (πρβλ. συν ωμ ία)] … Dictionary of Greek